
Η κατάθλιψη αποτελεί την πιο συνηθισμένη ασθένεια της σύγχρονης εποχής, γεγονός που επιβεβαιώνεται καθημερινά με τις συνεχείς αυτοκτονίες ανθρώπων. Είναι μια ασθένεια, που επηρεάζει το σώμα, τη διάθεση και τις σκέψεις με επιπτώσεις στον τρόπο με τον οποίο το άτομο τρώει, κοιμάται, αισθάνεται για τον εαυτό, σκέφτεται και συμπεριφέρεται στην καθημερινότητά του.
Τα σημάδια και τα συμπτώματα της κατάθλιψης περιλαμβάνουν την απώλεια ενδιαφέροντος για δραστηριότητες, ακόμα και εκείνων που συνδέονται με την ερωτική έλξη για το άλλο φύλο, την απώλεια της όρεξης ή την υπερφαγία, την απώλεια της συναισθηματικής έκφρασης, την επίμονη θλίψη, το διαρκές άγχος, την μηδαμινή διάθεση για όλα, τα έντονα συναισθήματα απελπισίας, απαισιοδοξίας, ενοχής, αναξιότητας, ανικανότητας αλλά και την κοινωνική απόσυρση.
Άλλα συμπτώματα και σημάδια κατάθλιψης είναι η ασυνήθιστη κόπωση, τα χαμηλά επίπεδα ενέργειας, το αίσθημα επιβράδυνσης, η διαταραχή του ύπνου, οι συνεχείς αϋπνίες, η δυσκολία συγκέντρωσης, η αδύναμη μνήμη, η αναποφασιστικότητα, η ασυνήθιστη ανησυχία ή η ευερεθιστότητα, τα επίμονα σωματικά προβλήματα, όπως πονοκέφαλοι, διαταραχές του πεπτικού συστήματος, διάφοροι χρόνιοι πόνοι, οι οποίοι δεν ανταποκρίνονται σε καμία ενδεδειγμένη θεραπεία, οι σκέψεις θανάτου ή αυτοκτονίας ή έστω, οι αρνητικές σκέψεις για ενδεχόμενες απόπειρες αυτοκτονίας.
Η κατάθλιψη οδηγεί τους ανθρώπους στο να μην μπορούν να δημιουργήσουν ή να οραματιστούν το μέλλον τους, ενώ συνάμα αισθάνονται πως δεν υπάρχει καμία λύση για κανένα από τα προβλήματα της ζωής τους και γι΄ αυτό παραιτούνται. Είναι άνθρωποι που δεν χαμογελούν, ζουν απομονωμένοι, είναι εγκλωβισμένοι σε παραπλανητικές σκοτεινές σκέψεις, παύουν να συμμετέχουν στη ζωή, δεν επικοινωνούν με κανέναν, μισούν τον εαυτό τους και είναι έτοιμοι και προετοιμασμένοι ψυχολογικά για να πεθάνουν.
Οι άνθρωποι που πάσχουν από κατάθλιψη, μπορούν να συνέλθουν με την κατάλληλη θεραπεία ή τον θεραπευτή που τους ταιριάζει.
Η Προσωποκεντρική θεραπεία είναι γνωστή και ως πελατοκεντρική θεραπεία και αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους τομείς της ουμανιστικής ψυχοθεραπείας, ο οποίος αναπτύχθηκε από τον ψυχοθεραπευτή Carl Rogers τη δεκαετία του 1950, ο οποίος για πρώτη φορά πρότεινε ότι η ψυχοθεραπεία μπορεί να είναι πιο απλή, αισιόδοξη και «ζεστή» όσον αφορά στον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται, ιδιαίτερα σε σύγκριση με την ψυχανάλυση και τον συμπεριφορισμό. Θέτει πάντα ως επίκεντρο το ίδιο το άτομο. Ο C. Rogers, θεώρησε πως η κατανόηση είναι το κλειδί για τη θεραπευτική αλλαγή, ενώ χρησιμοποίησε τον όρο «πελάτης», αντί του συνηθισμένου όρου «ασθενούς», για να αναφερθεί στην ισότιμη φύση της σχέσης ανάμεσα στον θεραπευτή και τον πελάτη. Απαιτεί από τον ασθενή-πελάτη να αναλάβει ενεργό ρόλο στη θεραπεία του, έχοντας, όμως, πάντοτε την υποστήριξη και την καθοδήγηση από το θεραπευτή του. Στην Προσωποκεντρική θεραπεία, ο ασθενής είναι αυτός που καθορίζει την πορεία και την κατεύθυνση της θεραπείας, ενώ ο θεραπευτής αποσαφηνίζει τις απαντήσεις του με στόχο την προώθηση της αυτογνωσίας του.
Οι στόχοι της εν λόγω θεραπευτικής προσέγγισης, ιδιαίτερα όταν αυτή χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση καταθλιπτικών συμπτωμάτων, είναι η αύξηση της αυτοεκτίμησης του ατόμου και η διεύρυνση των οριζόντων του. Οι ασθενείς στηρίζονται ώστε να αποκτήσουν εμπιστοσύνη στις ικανότητές τους, να αγαπήσουν τη ζωή τους, να μειώσουν τα αρνητικά τους συναισθήματα, αλλά και να καταφέρουν να αρχίσουν να εκφράζουν τα συναισθήματά τους.
Η στάση του θεραπευτή είναι πιο σημαντική ακόμα και από τις επαγγελματικές του δεξιότητές, ενώ υπάρχουν τρία είδη συμπεριφορών που καθορίζουν το επίπεδο της επιτυχίας της θεραπείας, όπως αυτές είναι:
α) η γνησιότητα, δηλαδή η προθυμία του θεραπευτή να συσχετιστεί με τον πελάτη του μ’ έναν τρόπο αυθεντικό, χωρίς να κρύβεται πίσω από ένα επαγγελματικό προσωπείο,
β) η άνευ όρων θετική αποδοχή, όπου ο θεραπευτής αποδέχεται τον πελάτη για αυτό που είναι, χωρίς να αποδοκιμάζει συναισθήματα, χαρακτηριστικά ή πράξεις και δείχνει την προθυμία να τον ακούσει χωρίς να διακόπτει, να κρίνει ή να δίνει συμβουλές και
γ) ενσυναίσθηση (empathy) , η δυνατότητα δηλαδή του θεραπευτή να βάζει τον εαυτό στη θέση του πελάτη και να κατανοεί τα συναισθήματα του.
Αυτοί οι παράγοντες θεωρούνται αναγκαίες και ικανές συνθήκες για την αλλαγή. Σε κάθε περίπτωση, αποτελεί μία θεραπεία που διαφέρει από άλλες μορφές θεραπείας, διότι δεν επικεντρώνεται στις θεραπευτικές τεχνικές, αλλά στην ποιότητα της σχέσης μεταξύ του θεραπευτή και του ασθενούς-πελάτη, μεταξύ των οποίων δημιουργείται θεραπευτική συμμαχία.
Η Συμπεριφορική-Γνωσιακή θεραπευτική προσέγγιση (CBT) είναι μια μορφή θεραπείας που εστιάζει στην εξέταση των σχέσεων που υφίστανται ανάμεσα στις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις συμπεριφορές. Πρόκειται για ένα θεραπευτικό μοντέλο, το οποίο μέσα από τη διερεύνηση σκέψεων, που οδηγούν σε αυτοκαταστροφικές ενέργειες και πεποιθήσεις που κατευθύνουν αυτές τις σκέψεις, τα άτομα μπορούν να καταφέρουν να πετύχουν την αλλαγή και να αντιμετωπίσουν το εκάστοτε αρνητικό συναίσθημα. Αποτελεί ένα συγκερασμό συμπεριφοριστικών και γνωσιακών στρατηγικών, οι οποίες στοχεύουν στην καταγραφή και τροποποίηση των νοητικών (γνωσιακών) συστημάτων του πελάτη, έτσι ώστε να επιτευχθεί η γνωσιακή και συμπεριφοριστική αλλαγή.
Τα θεμέλια μπήκαν από τους Albert Ellis στις αρχές του 1955, που υποστήριξε ότι επειδή έχουμε την ικανότητα για αυτό-επίγνωση, μπορούμε να παρατηρούμε και να αξιολογούμε τους στόχους και τους σκοπούς μας και, συνεπώς, μπορούμε να τους αλλάζουμε. Είναι καλό να εξετάζουμε τα κρυμμένα δογματικά μας “πρέπει” και τα απόλυτα “θα πρέπει”. Μπορούμε να αποφασίσουμε να αισθανόμαστε διαφορετικά για μία κατάσταση και συνεπώς, να αρνούμαστε πεισματικά να προκαλούμε άγχος στον εαυτό μας ή κατάθλιψη για οτιδήποτε. Ο Ellis παραδέχεται ότι χρωστάει πολλά στους αρχαίους Έλληνες Στωικούς ιδιαίτερα στον φιλόσοφο Επίκτητο, ο οποίος θεωρείται ότι είπε: “Οι άνθρωποι διαταράσσονται όχι από τα ίδια τα πράγματα, αλλά από την αντίληψη που έχουν γι’ αυτά”.
Βασίζεται εξ ολοκλήρου, στην μείζονος σημασίας συμβολή και βοήθεια του θεραπευτή προς τον ασθενή του. Στόχος της θεραπείας αυτής είναι η στενή συνεργασία του θεραπευτή με τον ασθενή για να τον βοηθήσει ενεργά να ανακάμψει από τη ψυχική ασθένειά του. Επιπλέον, το εν λόγω θεραπευτικό μοντέλο ενθαρρύνει τους ανθρώπους να εκφράζουν τις σκέψεις τους, αλλά και να αντιδρούν ενεργά απέναντι στην οποιαδήποτε αρνητική σκέψη που κάνουν ή στην οποιαδήποτε αυτοκαταστροφική συμπεριφορά που αναπτύσσουν. Δεδομένου ότι η συγκεκριμένη προσέγγιση βασίζεται στη παραδοχή ότι ο άνθρωπος είναι ον λογικόν, που έχει και ορισμένες παράλογες πεποιθήσεις, ο θεραπευτής αναλαμβάνει το ρόλο του «προπονητή», που σκοπό έχει να βοηθήσει τον πελάτη να αντικαταστήσει τις παράλογες σκέψεις- πεποιθήσεις, που επιφέρουν δυσλειτουργία, με νέες πιο λογικές.
Στη φάση της παρέμβασης, βασικός στόχος είναι ο θεραπευόμενος να μάθει να αναγνωρίζει και να τροποποιεί τις δυσλειτουργικές του σκέψεις και συμπεριφορές και να αναγνωρίσει και να αλλάξει τις γνωστικές κατασκευές που τις προκαλούν. Ο αρχικός στόχος της παρέμβασης είναι η απαλλαγή του θεραπευόμενου από τα συμπτώματα· αφού επιτευχθεί αυτό, η θεραπεία εστιάζεται στην τροποποίηση των «βαθύτερων» γνωστικών παραγόντων που προδιέθεσαν το άτομο στην εκδήλωση των συμπτωμάτων αυτών. Καθ’ όλη τη διάρκεια της θεραπείας, καθώς αποκαλύπτονται οι αυτόματες σκέψεις του θεραπευόμενου, προκύπτουν ορισμένα γενικά ζητήματα, τα
οποία κατέχουν κεντρική θέση στο γνωστικό σύστημα του θεραπευόμενου και καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο βιώνει την πραγματικότητα.
Ο θεραπευτής καταλήγει σε αυτά τα ζητήματα ακολουθώντας την επαγωγική μέθοδο: ξεκινάει από τις συμπεριφορές και τα συναισθήματα του θεραπευόμενου, προχωράει στη διερεύνηση των αυτόματων σκέψεων, εν συνεχεία φτάνει στις γενικότερες παραδοχές που υπαγορεύουν τις σκέψεις αυτές και τελικά καταλήγει στο κύριο σχήμα του θεραπευόμενου. Ακόμα και αν χρησιμοποιήσει την παραγωγική μέθοδο, ξεκινώντας από πιο κεντρικά ζητήματα και προχωρώντας στις αυτόματες σκέψεις και εν συνεχεία στα συναισθήματα και τις συμπεριφορές, τα βασικά στοιχεία που θα περιλαμβάνει η παρέμβαση είναι τα ίδια: οι συμπεριφορές και τα συναισθήματα, οι αυτόματες σκέψεις, οι πεποιθήσεις και τα σχήματα.
Όσον αφορά στη δομή της θεραπευτικής διαδικασίας, ο Emery την προσδιορίζει σε τέσσερα στάδια:
1. Διαμόρφωση εικόνας για το πρόβλημα του ασθενή
2. Επιλογή στρατηγικής
3. Επιλογή τακτικής ή τεχνικής (ειδικές παρεμβάσεις)
4. Αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της τεχνικής
Οι στόχοι, των γνωστικών – συμπεριφορικών θεραπευτών, εστιάζουν περισσότερο στη διαδικασία της σκέψης, παρά στο συναίσθημα και θεωρούν ουσιαστικής σημασίας για τη διευκόλυνση της διαδικασίας της αλλαγής το να κατανοεί ο πελάτης τις εσωτερικές διαδικασίες της σκέψης του.
Τα βήματα που ακολουθούνται κατά την εφαρμογή της συγκεκριμένης προσέγγισης, είναι μικρά και ο πελάτης ξεκινά από τα πιο εύκολα. Έτσι εμψυχώνεται, ενδυναμώνεται και αποκτά αυτοπεποίθηση, με την κατάκτηση των στόχων. Έχει μεγάλη σημασία να ενισχύουμε τον πελάτη για κάθε επιτυχημένη προσπάθεια. Εξίσου σημαντικό είναι στην περίπτωση αποτυχίας, να συζητήσουμε μαζί του ώστε να εντοπίσει τι συνέβη και να τον προτρέψουμε να επαναλάβει την προσπάθεια.
Αναζητούνται και διερευνώνται, μαζί με τον πελάτη, η πηγή των πεποιθήσεων και των κανόνων – πρέπει, κατευθύνοντας τη θεραπευτική διαδικασία στο να αμφισβητήσει και στη συνέχεια να εγκαταλείψει πεποιθήσεις που σχετίζονται με τη κατάθλιψη και να τις αντικαταστήσει με κανόνες υγιείς και λειτουργικούς, τους οποίους θα έχει τη δυνατότητα να παρατηρεί και να ελέγχει, ακολουθώντας την αλληλουχία: Ερέθισμα → Ενεργοποίηση σκέψης → Αντιδράσεις → Συνέπειες → Στρατηγικές αντιμετώπισης προβλήματος → Αποτέλεσμα
Οι συμπεριφοριστικές τεχνικές έχουν ενσωματωθεί στο πλαίσιο της γνωσιακής – συμπεριφοριστικής ψυχοθεραπείας και υπηρετούν τους στόχους της, οι οποίοι σχετίζονται με την αλλαγή των δυσλειτουργικών αντιλήψεων του ατόμου. Συνεπώς, οι διάφορες συμπεριφοριστικές τεχνικές χρησιμοποιούνται προκειμένου το άτομο να έχει την ευκαιρία να ελέγξει, σε πραγματικές συνθήκες, κάποιες δυσλειτουργικές του σκέψεις.
Η απόσυρση των καταθλιπτικών ασθενών από όλες τις συνήθεις δραστηριότητές τους σχετίζεται με τη γνωσία «Δεν είμαι ικανός να κάνω τίποτα». Για να αλλάξει αυτή η γνωσία, πρέπει το άτομο να ενθαρρυνθεί να εμπλακεί σε κάποιες δραστηριότητες, ούτως ώστε να αποδειχθεί έμπρακτα ότι μπορεί να κάνει διάφορα πράγματα. Στη θεραπεία της κατάθλιψης, η εφαρμογή συμπεριφοριστικών τεχνικών προηγείται τις περισσότερες φορές της εφαρμογής γνωσιακών τεχνικών.
Έχει αποδειχθεί πως είναι ένα από τα πλέον κατάλληλα θεραπευτικά μοντέλα για την αντιμετώπιση της κατάθλιψης, καθώς στην πραγματικότητα αλλάζει τη δραστηριότητα του εγκεφάλου, γεγονός που υποδηλώνει ότι η βελτίωση της λειτουργίας τους εγκεφάλου αποτελεί το επίκεντρο αυτής της μορφής θεραπείας.
Ως συνθετική συμβουλευτική/ψυχοθεραπεία εννοούμε τη σύνθεση δύο ή περισσοτέρων προσεγγίσεων ως μέσα θεραπείας. Οι συνθετικοί θεραπευτές δεν περιορίζονται από την συγκεκριμένη μεθοδολογία μιας σχολής ψυχοθεραπείας, αλλά αντίθετα χρησιμοποιούν εκείνες τις τεχνικές που σύμφωνα με το ένστικτο ή την εμπειρία τους θα μπορούσαν να είναι αποτελεσματικές, για μια συγκεκριμένη κατάσταση ή πελάτη.
Όταν οι εκφραστές των διαφόρων προσεγγίσεων, θα είναι σε θέση να καταλήξουν σε μία κοινή ομάδα από στρατηγικές, τότε πολύ πιθανά, αυτό που θα προκύψει θα αποτελείται από φαινόμενα με μεγάλη ευρωστία.
Ήδη έχει πρακτικά αποδειχθεί πως η Συνθετική Ψυχοθεραπεία είναι πάντοτε πιο αποτελεσματική, διότι δίνει την ευκαιρία στον ειδικό θεραπευτή να χρησιμοποιήσει στοιχεία από διαφορετικά ψυχοθεραπευτικά μοντέλα, με στόχο την καλύτερη δυνατή αντιμετώπιση της κάθε ψυχικής ασθένειας.
Η κατάθλιψη έχει διαφορετικές αιτίες και εκδηλώνεται με διαφορετικές μορφές. Κατά συνέπεια η προσέγγιση για την αντιμετώπισή της, χρειάζεται να είναι συνθετική. Ο συνδυασμός της Προσωποκεντρικής με την Συμπεριφορική-Γνωσιακή είναι ικανή συνθήκη ώστε να αλλάξει ο τρόπος σκέψης του ασθενούς και να συμβάλει στο να του μάθει να ξεπερνάει τα εκάστοτε εμπόδια και τις αρνητικές σκέψεις που κάνει, μετατρέποντάς τες σε ευχάριστες δραστηριότητες.
Πιο συγκεκριμένα, λοιπόν, η σύνθεση των δύο αυτών προσεγγίσεων, παρέχει στο θεραπευτή μια σειρά από εργαλεία, τα οποία μπορούν να αποδειχθούν ως μείζονος σημασίας για την ταχύτερη δυνατή καταπολέμηση των καταθλιπτικών συμπτωμάτων.
Η Προσωποκεντρική θεραπεία μπορεί να κάνει τον ασθενή να αναπτύξει μία πιο προσωπική σχέση με το θεραπευτή του και να νιώσει εμπιστοσύνη, ενσυναίσθηση, γνησιότητα, ζεστασιά και αξιοπιστία. Έχει κοντά του «κάποιον που τον καταλαβαίνει». Έτσι, μπορεί να επιτύχει μία σειρά από αλλαγές στον τρόπο σκέψης του θεραπευόμενου, ο οποίος τελικά αναγνωρίζει την ικανότητά του για αυτό-ίαση και προσωπική ανάπτυξη και προσανατολίζεται σε σαφή βελτίωση της αυτο-εικόνας του και της αυτο-εκτίμησής του.
Η βελτίωση της ψυχικής υγείας ενός ασθενούς, μέσω της Προσωποκεντρικής προσέγγισης, ενδυναμώνεται, ακόμα περισσότερο, όταν συνδυάζεται με την Συμπεριφορική-Γνωσιακή θεραπεία, η οποία δίνει τη δυνατότητα στον ασθενή να αποκτήσει εμπιστοσύνη στον εαυτό του μέσα από δομημένες μαθησιακές εμπειρίες, όπως είναι η καταγραφή των αρνητικών σκέψεων και των νοητικών εικόνων. Ο στόχος της θεραπείας αυτής είναι η αναγνώριση του τρόπου με τον οποίο οι σκέψεις επηρεάζουν τη διάθεση, την συμπεριφορά και τη φυσική κατάσταση.

Για αυτόν τον λόγο, οι θεραπευτές διδάσκουν σημαντικές δεξιότητες αντιμετώπισής τους, μία μέθοδος που συμπληρώνει απόλυτα την Προσωποκεντρική θεραπεία, καθώς οι ασθενείς αναλαμβάνουν ενεργό ρόλο στη μάθηση, στην συνεδρία και στην προσωπική τους θεραπεία, πάντοτε υπό την καθοδήγηση του θεραπευτή τους.
Τίθενται οι θεραπευτικοί στόχοι, οι οποίοι χρειάζεται να είναι σαφείς, συγκεκριμένοι, άμεσοι, ρεαλιστικοί, να αφορούν στον πελάτη και όχι στους άλλους, να έχουν χρονικό ορίζοντα και να είναι μετρήσιμοι.
Σε κάθε περίπτωση, λοιπόν, η εν λόγω ψυχοθεραπευτική σύνθεση δίνει τη δυνατότητα στους θεραπευτές να έχουν μια ένθερμη, τρυφερή, υποστηρικτική προσέγγιση – στάση ώστε να τη μεταδώσουν και να ενισχυθεί στους θεραπευόμενους η αυτοϋποστήριξη. Μέσα από πολλαπλές στρατηγικές και τεχνικές, συμπεριλαμβανομένων της μαιευτικής μεθόδου, των παιχνιδιών ρόλων, των εικόνων, της καθοδηγούμενης ανακάλυψης του Εγώ, να καταπολεμήσουν αρνητικές και αυτοκαταστροφικές σκέψεις.
Να εξετάσουν εναλλακτικούς τρόπους σκέψης, να ελέγξουν τις αποδείξεις που υπάρχουν για τις σκέψεις τους και να δοκιμάσουν νέες συμπεριφορές. Μπορούν να μοιράσουν το μείζον σε επιμέρους τμήματα και να το αντιμετωπίσουν σταδιακά. Να επικεντρωθούν σε όσα μπορούν να κάνουν και όχι σ΄αυτά που δεν μπορούν.
Οι ασθενείς που, για την αντιμετώπιση της κατάθλιψης, προσεγγίζονται με σύνθεση Προσωποκεντρικής και Συμπεριφορικής – Γνωσιακής θεραπείας ενθαρρύνονται ώστε να προγραμματίσουν θετικές δραστηριότητες στην καθημερινότητά τους, προκειμένου να αυξηθεί το ποσό της ευχαρίστησης που βιώνουν. Επιπλέον, μαθαίνουν τρόπους για να καταφέρουν να αλλάξουν, σχεδόν να αναδιαρθρώσουν από μόνοι τους τα εκάστοτε αρνητικά πρότυπα σκέψης που κάνουν, προκειμένου να ερμηνεύσουν το περιβάλλον τους με ένα λιγότερο αρνητικά προκατειλημμένο τρόπο.
Αποστολία Βασιλείου
Related Posts
Ας αγκαλιάσουμε το ….Όχι!!!!
Όταν αναλογισθούμε πόση δύναμη μπορούμε να πάρουμε όταν, στην καθημερινότητά μας,...
Απογραφή Τέλους χρήσεως
Ως Οικονομολόγος, έχω κατά νου πως, κάθε χρόνο τέτοια περίοδο, οι οικονομικές...
Τα συμπτώματα της κατάθλιψης και πως αντιμετωπίζονται
Η κατάθλιψη αποτελεί την πιο συνηθισμένη ασθένεια της σύγχρονης εποχής, γεγονός...
Η λογιστική του (“Χριστουγεννιάτικου”) Πνεύματος
Άλλος ένας χρόνος μας αποχαιρετά και για άλλη μια φορά η ελπίδα ρίχνει τα...